πέψη

πέψη
Bλ. λ. πεπτικό σύστημα.
* * *
η / πέψις, -εως, ΝΜΑ [πέσσω]
ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού
αρχ.
1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί μαλακότεροι, κυρίως με την επίδραση τού ήλιου και τής θερμότητας («α. πέττει δ' ἡ θερμότης», Αριστοτ
β. «πέπανσίς ἐστι πέψις τις», Θεόφρ.)
2. το μαγείρεμα τής τροφής
3. (για κρασί) η ζύμωση
4. ιατρ. α) η πράυνση τών χυμών, το να μαλακώνουν οι δριμείς χυμοί και να εκκρίνονται
β) η έκκριση ως λειτουργία ωρίμασης του οργανισμού
5. μτφ. η κατανόηση, το να καταλάβει κανείς κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πέψη — η χώνεψη, χώνεμα των τροφών του στομαχιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέψη — πέψις softening fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέψῃ — πέσσω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg πέσσω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg πέψηι , πέψις softening fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek

  • πεπτικός — ή, ό / πεπτικός, ή, όν, ΝΑ [πεπτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση 2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες») νεοελλ. φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου» ανατ. οργανικό σύστημα το… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”